- επιβοήθεια
- η (AM ἐπιβοήθεια)νεοελλ.πρόσθετη βοήθειααρχ.το να σπεύδουν να βοηθήσουν, η επικουρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβοήθεια — coming to aid fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοηθείας — ἐπιβοηθείᾱς , ἐπιβοήθεια coming to aid fem acc pl ἐπιβοηθείᾱς , ἐπιβοήθεια coming to aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήθειαι — ἐπιβοήθεια coming to aid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήθειαν — ἐπιβοήθεια coming to aid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)